γρανιτώδης

γρανιτώδης
ης, ες
1) гранитный; 2) см. γρανιτοειδής; 3) перен. твёрдый, непреклонный, подобный граниту

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γρανιτώδης" в других словарях:

  • γρανιτώδης — ες 1. αυτός που περιέχει ή αποτελείται από γρανίτη 2. αυτός που μοιάζει με γρανίτη 3. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός …   Dictionary of Greek

  • γρανιτώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. γρανιτένιος. 2. σκληρός, ανθεκτικός: Ο λαός πρόβαλε γρανιτώδη αντίσταση στον εχθρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • γρανιτένιος — ια, ιο ο γρανιτώδης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»